https://plus.google.com/u/0/collection/UIUeV
“καὶ μὴν Σίσυφον εἰσεῖδον κρατέρ᾿ ἄλγε᾿ ἔχοντα
λᾶαν βαστάζοντα πελώριον ἀμφοτέρῃσιν.
ἦ τοι ὁ μὲν σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε
λᾶαν ἄνω ὤθεσκε ποτὶ λόφον· ἀλλ᾿ ὅτε μέλλοι
ἄκρον ὑπερβαλέειν, τότ᾿ ἀποστρέψασκε κραταιίς·
αὖτις ἔπειτα πέδονδε κυλίνδετο λᾶας ἀναιδής.
αὐτὰρ ὅ γ᾿ ἂψ ὤσασκε τιταινόμενος, κατὰ δ᾿ ἱδρὼς
ἔρρεεν ἐκ μελέων, κονίη δ᾿ ἐκ κρατὸς ὀρώρει.”
Ὁμήρου Ὀδύσσεια, λ, 593-600
“Κι ἀκόμα εἶδα τὸ Σίσυφο φριχτὰ βασανισμένο·
κοτρώνα αὐτὸς θεόρατη καὶ μὲ τὰ δυὸ βαστοῦσε,
καὶ στυλωμένος ἔσπρωχνε, μὲ πόδια καὶ μὲ χέρια,
τὴν πέτρα ἀπάνω στὸ βουνό· κι ὅτι ἔκανε νὰ φτάση,
καὶ νὰ περάση ἀπ‘ τὴν κορφή, τὸν ἔπαιρνε τὸ βάρος
καὶ πρὸς τὸν κάμπο ἀνήλεη κατρακυλοῦσε ἡ πέτρα.
Κι αὐτὸς πάλι ἔσπρωχνε βαριά, καὶ τὸ κορμί του ὁ ἵδρος
περέχυνε, καὶ σκέπαζε τὴν κεφαλή του ἡ σκόνη.”
https://plus.google.com/u/0/collection/UIUeV
Sisyphus ~ Homer’s Odyssey, L(11), 593-600
“and I saw Sisyphus in bitter torment, seeking to raise a
monstrous stone with his two hands. In fact he would get a
purchase with hands and feet and keep pushing the stone toward
the crest of a hill, but as often as he was about to heave it over the
top, the weight would turn it back, and then down again to the plain
would come rolling the shameless stone. But he would strain again
and thrust it back, and the sweat flowed down from his limbs,
and dust rose up from his head.”
Τὸ παρὸν ἀναδημοσιεύθηκε στὸ Greek Canadian Literature.
Μοῦ ἀρέσειἌρεσε στοὺς 1 πρόσωπο
Τὸ παρὸν ἀναδημοσιεύθηκε στὸ worldtraveller70.
Μοῦ ἀρέσειἌρεσε στοὺς 1 πρόσωπο