Θάνατος καὶ Ἀνάστασις τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ~ Ὀδυσσέας Ἐλύτης (1969)

Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος νεκρός,μικρογραφία (16ος αιώνας), από τους «Χρησμούς του Λέοντος του Σοφού», βιβλιοθήκη Στοκχόλμης θρυλουμενα (2)

Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος νεκρός, μικρογραφία (16ος αιώνας), από τους «Χρησμούς του Λέοντος του Σοφού», βιβλιοθήκη Στοκχόλμης

 

Θάνατος καὶ Ἀνάστασις τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ~ Ὀδυσσέας Ἐλύτης (1969)

Ι

τσι καθς στέκονταν  ρθς μπροστ στν Πύλη κι παρτος μς
στ λύπη του
Μακρι το κόσμου πο ψυχή του γύρευε ν λογαριάσει στ φάρ-
δος Παραδείσου   Κα σκληρς πι κι π᾿ τν πέτρα πο δν τν
εχανε κοιτάξει τρυφερ ποτ – κάποτε τ στραβ δόντια του σπρι-
ζαν παράξενα
Κι πως περνοσε μ τ βλέμμα του λίγο πι πάνω π᾿ τος νθρώ-
πους    κι βγανε π᾿ λους    ναν     πο το χαμογελούσε    τν
ληθινόν    πο χάρος δν τν πιανε
Πρόσεχε ν προφέρει καθαρ τ λέξη θάλασσα τσι πο ν γυαλί-
σον μέσα της λα τ δελφίνια    Κι ρημι πολλ πο ν χωρ
Θεός    κι κάθε μι σταγόνα σταθερ στν λιο ν᾿ νεβαίνει
Νέος κόμα εχε δε στος μους τν μεγάλων τ χρυσ ν λάμπουν
κα ν φεύγουν    Κα μι νύχτα    θυμται    σ᾿ ρα μεγάλης τρικυ-
μας βόγκηξε λαιμός του πόντου τόσο πο θολώθη    μ δν στερ-
ξ ν το σταθε
Βαρς κόσμος ν τν ζήσεις μως γι λίγη περηφάνια τ ξιζε.

II

Θεέ μου κα τώρα τι    Πού χε μ χίλιους ν παλέψει    χώρια μ τ
μοναξιά του    ποιός    ατς πού ξερε μ᾿ να λόγο του ν δώσει λά-
κερης τς γς ν ξεδιψάσει    τί
Πο λα του τά χαν πάρει    Κα τ πέδιλά του τ σταυροδετ κα τ
τρικράνι του τ μυτερ κα τ τοιχίο πο καβαλοσε κάθε πομεσή-
μερο ν κρατάει τ γκέμια νάντια στν καιρ σν ζόρικο κα πηδη-
χτ βαρκάκι
Κα μία φούχτα λουίζα    πο τν εχε τρίψει στ μάγουλα νς κορι-
τσιο    μεσάνυχτα    ν τ φιλήσει (πς κουρναλίζαν τ νερά το
φεγγαριο στ πέτρινα τ σκαλοπάτια τρες γκρεμος πάνω π᾿ τ
θάλασσα…)
Μεσημέρι π νύχτα    Κα μήτ᾿ νας πλάι του    Μονάχα ο λέξεις
του ο πιστς πού σμιγαν λα τους τ χρώματα ν᾿ φήσουν μς στ
χέρι του μι λόγχη π σπρο φς
Κα ντίκρυ    σ᾿ λο τν τειχν τ μάκρος    μυρμηκι ο χυμένες
μς στ γύψο κεφαλς σο παιρνε τ μάτι του
«Μεσημέρι π νύχτα – λ᾿ ζω μία λάμψη!»    φώναξε κι ρμησε
μς στ σωρό    σύρνοντας πίσω του χρυσ γραμμ τελεύτητη
Κα μέσως νιωσε    ξεκινημένη π μακριά    στερν χλωμάδα
ν τν κυριεύει.

III

Τώρα    καθς το λιου φτερωτ λοένα γυρνοσε κα πι γρήγο-
ρα    ο αλς βουτοσαν μέσα στ χειμώνα κι βγαιναν πάλι κατά-
κόκκινες π᾿ τ γεράνια
Κι ο μικρο δροσερο τρολοι μοια μέδουσες γαλάζιες φταναν κά-
θε φορ κα πι ψηλ στ᾿ σήμια πο τ ψιλοδούλευε γέρας
γι᾿ λλων καιρών    πι μακρινν    τ εκόνισμα
Κόρες παρθένες    φέγγοντας γκαλι τος να θεριν ξημέρωμα
φρέσκα βαγιόφυλλα κα τς μυρσίνης τς ξεριζωμένης τν βυθν
σταλάζοντας ώδιο    τ κλωνάρια
Το φερναν    ν κάτω π᾿ τ πόδια του κουγε    στ μεγάλη κά-
ταβόθρα ν καταποντίζονται    πλρες μαύρων καραβιών    τ᾿ ρχαα
κα καπνισμένα ξύλα    θε    μ στυλωμένο μάτι ρθς κόμη Θεό-
μήτορες πιτιμούσανε
ναποδογυρισμένα στς χωματερς λόγατα    σωρς τ χτίσματα
μικρ μεγάλα    θρουβαλιασμς κα σκόνης ναμμα μς στν έρα
Πάντοτε μ μι λέξη μς στ δόντια του    σπαστη    κειτάμενος
Ατς
τελευταος λληνας!

 

 

 

 

4 σκέψεις πάνω στὸ “Θάνατος καὶ Ἀνάστασις τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ~ Ὀδυσσέας Ἐλύτης (1969)

Σχολιάστε